- δοχή
- -ῆς + ἡ N 1 2-0-0-7-1=10 Gn 21,8; 26,30; Est 1,3; 5,4.5reception, entertainment, feastCf. HARL 1986a, 68.189; LEE, J. 1983, 82-83; →NIDNTT; TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
δοχή — δοχή, η (AM) 1. δοχείο 2. υποδοχή, δεξίωση μσν. 1. εισφορά 2. ενέδρα … Dictionary of Greek
δοχή — receptacle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχῇ — δοχῆι , δοχεύς recipient masc dat sg (epic ionic) δοχή receptacle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχαῖς — δοχή receptacle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχαί — δοχή receptacle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχήν — δοχή receptacle fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοχῶν — δοχή receptacle fem gen pl δοχός containing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυσματοδόχη — ή πρόχωμα ή προπέτασμα για προφύλαξη από θραύσματα οβίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύσμα, τος + δόχη (< δόχος < δέχομαι), πρβλ. κομβιο δόχη, τεφρο δόχη] … Dictionary of Greek
ιλυοδόχη — η στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
καλαμοδόχη — η δοχείο όπου τοποθετούσαν τα καλάμια τής υφαντικής, τα πηνία, τα μασούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, τεφρο δόχη] … Dictionary of Greek
καπνοδόχη — ἡ (Α καπνοδόχη) νεοελλ. η καπνοδόχος αρχ. η καπνοδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο δόχη, κυμινο δόχη] … Dictionary of Greek